Χίλντεμπραντ

Χίλντεμπραντ
(Hildebrand, ψευδώνυμο του Nicolaas Beets, Χάαρλεμ 1814 – Ουτρέχτη 1903). Ολλανδός συγγραφέας. Αφού δέχτηκε την επίδραση του ρομαντισμού του Μπίλντερντέικ και κυρίως του Μπάυρον (στα αφηγηματικά ποιήματα Χοσέ, μια ισπανική ιστορία 1834, και Γκυ, ο Φλαμανδός 1836), αφομοίωσε το χιούμορ του Στερν, του Ντίκενς και του Λαμπ, όπως φαίνεται τόσο στο λυρικό του Η μασκαράτα (1835), όσο και στη συλλογή διηγημάτων του Σκοτεινός θάλαμος (1839), τρίτη και οριστική έκδοση (1851), με την οποία συνδέεται κυρίως η φήμη του στην Ολλανδία και στο εξωτερικό. Αφού έγινε διαμαρτυρόμενος πάστορας, αφιερώθηκε στη συγγραφή ηθικοπλαστικών έργων, που δημοσιεύτηκαν με τον τίτλο Ώρες περισυλλογής (1848-60), σε 9 τόμους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Κνας, Καρλ — (Karl Knies, 1821 – 1898). Γερμανός οικονομολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (1895 96). Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές, μαζί με τον Χίλντεμπραντ, της λεγόμενης ιστορικής οικονομικής σχολής. Ο Κ. υποστήριξε την… …   Dictionary of Greek

  • Κρίμχιλντ — I (Kriemhild). Πρόσωπο της γερμανικής μυθολογίας. Αρχικά αποτελούσε προσωποποίηση των δυνάμεων του σκότους και του θανάτου. Στις σκανδιναβικές χώρες το όνομα Κ. εξακολουθεί να έχει μυθικό χαρακτήρα και να αποδίδεται σε υπερφυσικά όντα. Όμως, στο… …   Dictionary of Greek

  • Μαρέ, Χανς φον- — (Hans von Marees, Έλμπερφελντ 1837 – Ρώμη 1887). Γερμανός ζωγράφος. Το 1854 ξεκίνησε σπουδές στην Ακαδημία του Βερολίνου και το 1857 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, όπου δημιούργησε τα πρώτα του έργα (Προσωπογραφία του πατέρα του καλλιτέχνη, 1826 και… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτίνι, Αρτούρο — (Arturo Martini, Τρεβίζο 1889 – Μιλάνο 1947). Ιταλός γλύπτης. Σπούδασε στο Τρεβίζο με τον γλύπτη Καρλίνι, στη Βενετία με τον Ουρμπάνο Νόνο και στο Μόναχο στη σχολή του Χίλντεμπραντ (1909). Το 1911 ταξίδεψε στο Παρίσι μαζί με τον φίλο του ζωγράφο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”